- ἐγγιγνόμενα
- ἐγγίγνομαιto be born inpres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐγγιγνομένας — ἐγγιγνομένᾱς , ἐγγίγνομαι to be born in pres part mp fem acc pl ἐγγιγνομένᾱς , ἐγγίγνομαι to be born in pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)